Περπατά ζωηρά, σαν «ξαναμμένος» έφηβος -τα μαλλιά του είναι πυκνά και κατάλευκα, με μια ατημέλητη χωρίστρα στη μέση.
«Καλά πως το πήρατε απόφαση να ανεβείτε εδώ πάνω;», λέει ανοίγοντας την ξύλινη μπάρα του αγροκτήματος.
«Ακούσαμε ότι έχεις καλό τσίπουρο…», απαντώ τείνοντας το δεξί μου χέρι. Το σφίγγει με την «τραχιά» δύναμη των ανθρώπων του βουνού. «Θα πιεις πρωινιάτικα τσίπουρο; Είναι δυνατό αυτό που ‘χω εδώ», μου γνέφει καθώς προχωράμε προς το σπίτι.
Διαβάστε αναλυτικά στο vice
Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί cookies, για την συλλογή στατιστικών στοιχείων και την διασφάλιση της καλύτερης εμπειρίας σας.
Με τη χρήση αυτού του ιστότοπου, αποδέχεστε τη χρήση των cookies. Tι είναι τα Cookies;